Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Προς μία κατεύθυνση ♥ One direction


Προς μία κατεύθυνση ♥ One direction

Προς μία κατεύθυνση ♥ One direction
***

Περνούν οι μέρες κι έχω χάσει κάθε αίσθηση
Έχει η πυξίδα της καρδιάς μου σταματήσει

Προς μία κατεύθυνση

Προς της ψυχής σου εκεί τα μέρη προς το σώμα σου
Προς των χειλιών σου τη ρωγμή προς τ άγιο στόμα σου

Πέντε οι δρόμοι για να αγγίξω τις αισθήσεις
Όλοι πια μοιάζουν της ψυχής σου απολήξεις

Ήχος για σένα των αγγέλων  ύμνοι γράφτηκαν
Εικόνες θέ μου απ' της αγάπης τ ανθισμένα
Γεύση ζωής απ' όσα μέσα μας αλλάχτηκαν
Η ευωδιά σου που φτάνει ως εμένα

Πόνοι και θλίψεις μακριά με μιας πετάχτηκαν
Και η αφή μου πια σε αγγίζει από διαίσθηση
Βαθιά στα μάτια  το εγώ το εσύ κοιτάχτηκαν
Και το εμείς πια ζει σαν σε παραίσθηση


Νυχτώνει και είσαι εδώ μέσα στις λέξεις
Φωνηέντα και σύμφωνα να  πλέξεις
Στίχους τα μάτια σου δακρύζουν και μ αγγίζουν
Ποιήματα αγάπης ακριβά μου ψιθυρίζουν


Και νοιώθω απόψε μες τα μάτια μου να ανθίζει
Δακρύων έκρηξη

Και νοιώθω πάλι απόψε της ψυχής την έκλυση
να αφήνω πάντα όσο ζω το σ αγαπώ μου

Προς μία κατεύθυνση

Και θέλω απόψε στο θεό να κάνω αίτηση
Να 'ρθει η ώρα που η ζωή θα κάνει έκπληξη
Η μέρα να 'ρθει ανατέλλοντας στα μάτια σου
Ήλιος και φως μου
στης καρδιάς σου τα κομμάτια σου

Και θέλω απόψε στης ψυχής σου την διεύθυνση
Να στείλω μήνυμα πολύ πως σ αγαπάω
Πως η ζωή μου είναι πια σε μια κατεύθυνση 
Σ αυτή μερόνυχτα τη σκέψη μου γυρνάω

Σ αυτή που Μέρες  Παραδείσου πια ζητάω !!
***

12 Ιαν 2013
***
Ποίηση: Γιάννης Παππάς

Κορμιά τα δυο σαν ένα


Κορμιά τα δυο σαν ένα

Κορμιά τα δυο σαν ένα 
***
Ας έκανα ταξίδι
Στα μέρη της αφής σου
Ας είχα για παιγνίδι
Το χρώμα μιας  υφής σου

Ερωτικής και λάγνας
Στου στήθους την πορφύρα
Ηδονικής και πλάνας
Σαν χείλη στην αρμύρα 

Για μένα όλος ο κόσμος
Η γη και ο ουρανός μου
Είναι  ο δικός σου δρόμος
Π' ανοίγεται εμπρός μου

Αφήνω την καρδιά μου
Να τρέξει εκεί κοντά σου
Ψελλίζουν τα φιλιά μου
Και ψάχνουν τα δικά σου

Εισπνέω σ αγαπάω
Εκπνέω σε λατρεύω
Για ώρες σου μιλάω
Κοντά μου σε γυρεύω

Εξωτικό μου στόμα
Του παραδείσου γεύση
Μες της ψυχής το δώμα
Για πάντα πήρες θέση

Ματιά μου συνουσίας
Πανέμορφη μου εικόνα
Συ την ζωή ουσίας
Την έκανες πια τώρα

Γυμνή μου εσύ σταγόνα
Πάνω σου ταξιδεύω
Αγγίζω  τη  λαγόνια
Τη νιοτη σου γυρεύω

Σκιρτισες συ ανθέ μου
Στο χάδι στο κορμί σου
σε θέλω τόσο θέ μου
πνοή του παραδείσου

Κοιτώ το πρόσωπο σου
αγγέλου όψη μοιάζει
το στήθος το δικό σου
τα χείλη μου φωνάζει

Μοιάζει κρασί σταγόνες
θαρρείς αδημονούνε
ζώνες ερωτογόνες
στα χείλη μου να μπούνε

Ανάμεσα τους τρέχουν
ποτάμι τα μαλλιά σου
χρυσό κι ασήμι  πλέκουν
 σκέπασμα στην καρδιά σου

Χάδι μου της αφής σου
πνοή στα δάχτυλα σου
αγγίζεις το κορμί μου
στα χέρια τα δικά σου

Έχεις εκεί ανθίσει
του έρωτα τη λόγχη
βαριά  πια ανασαίνουν
στο στήθος μου οι βρόγχοι

Αφήνεις στο κορμί σου
πόρτες του παραδείσου
να μπω την ηδονή σου
να δώσω στην ψυχή σου

Κορμιά τα δυο σαν ένα
μετάξι στα σεντόνια
η ώρα μοιάζει ψέμα
που το προσμένω χρόνια

***
19 Ιανουαρίου 2013
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Το σ αγαπώ το σε λατρεύω...I love it..


Το σ αγαπώ το σε λατρεύω

Το σ αγαπώ το σε λατρεύω
***

Έχω ένα κύμα εδώ στο στήθος
Που πάει κι έρχεται μαζί σου
Σε ξεχωρίζει απ το πλήθος
Και σε κρατά μες την ψυχή μου

Έχω ένα δάκρυ στην καρδιά μου
Που στάζει μέρα νύχτα  κλαίει
Και ξεχειλίζει στη ματιά μου
Κάθε στιγμή τον πόνο καίει

Έχω δυο λέξεις που μου βγαίνουν
Κάθε στιγμή που σε γυρεύω 
Σχεδόν με πνίγουν μ αρρωσταίνουν
Το σ αγαπώ  το σε λατρεύω

Ήθελα ένα φιλί στο στόμα
Δίνω γι' αυτό  ότι ζητήσεις
μισή ζωή μου αν θες ακόμα
Κι άλλη μισή για να μ αγγίξεις

Έχω ένα όνειρο στο φως μου
Εκεί στον ήλιο μου αφημένο
Να γίνει ο πόνος σου δικός μου
Και τη χαρά σου να υφαίνω

Έχω μια σκέψη στο μυαλό μου
Που μέρα νύχτα  με χαϊδεύει
Εσύ που ασίγαστο όνειρο μου
κάθε σου πράξη με ανασταίνει

Τα χέρια  λάγνα ερωτά μου
άπλωσε απόψε  αναπνοή μου
πλέξτα ξανά στα δάχτυλα μου
μοίρας μου εσύ καλό χαρτί μου

Κι έλα και σκύψε τα μαλλιά σου
χρυσό κι ασήμι εκεί στο στήθος
Σκέπασμα κάνε στην καρδιά μου
μακριά μου διώξε πια το ψύχος

Χαρτί λευκό λέξεις πεσμένες
παλεύουν να σου ζωγραφίσουν
όσα δεν μπόρεσαν οι πένες
σ όλα τα ποιήματα να αφήσουν

Ποιος τάχα πρώτος στους καιρούς μας
σιγοψιθύρισε τη λέξη
το σ αγαπώ στους ουρανούς μας
απ' άγγελο θα το 'χει  κλέψει

Κι εγώ κρυφάκουσα ένα βράδυ
Σ' ένα ταξίδι μας  θυμάσαι ?
Στου παραδείσου μας το χάδι
που σου 'μαθε πια να κοιμάσαι

Πήρα τις λέξεις των αγγέλων
τις έβαλα μες την καρδιά μου
Παρόν μου παρελθόν και μέλλον
για σένα μόνο ανασαιμιά μου

Κι απόψε πάλι την ψυχή μου
γέμισα αν θες απ' την αγάπη
και σε ζωγράφισα μαζί μου
εδώ κι εκεί στα όνειρα μου

Κι απόψε πάλι σε γυρεύω
με τις ανάσες σου κοιμάμαι
 Πέρα τον κόσμο αγναντεύω
κι όλο τα μάτια σου περνάνε

Έχω ένα πόνο στην καρδιά μου 
οι άνθρωποι τον είπαν βέλος
από το χέρια σου έρωτα μου
μα εγώ τον λέω του πόνου τέλος.

***
20 Ιανουαρίου 2013
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Μια καληνύχτα να σου γράψω


Μια καληνύχτα να σου γράψω 
***
Είπα να κόψω από τα λόγια τα γραμμένα
Αυτά τα χίλια σ αγαπώ που σου 'χω πει
Και αλα τόσα που 'χεις πει εσύ για μένα
Και να τ'  απλώσω να σκεπάσω την ψυχή

Είπα  να πάρω από τα ρίματα στους στίχους
Που χεις γεμίσει την καρδιά μου και τους τοίχους
Να κάνω μια στροφή μόνο για σένα
Μια καληνύχτα να σου γράψω από μένα

Είπα και έριξα  την πένα στο μελάνι
Στο χρώμα κόκκινο  στα βάθη της καρδιάς μου
Είπα κα έτρεξα το δάκρυ μου ποτάμι
Το ποίημα έγραψε το χέρι της ματιάς μου

Γράψε βροχή μου κάνε δρόμους  στην ψυχή μου
Κάνε ποτάμι της αγάπης για να φτάσει
Πάνω στο σώμα  της  σαν χάδι απ' το κορμί μου
Μεσ στην καρδιά ότι πονά να της περάσει

Είπα δυο λόγια στο θεό στην προσευχή μου
όσα μου φώναξε η καρδιά για τη ζωή μου
Πώς σ αγαπάω με όση δύναμη έχω θέ μου
Και του ζητώ να είσαι πάντα αναπνοή μου

Είπα και βγήκα μες τη νύχτα δεν τ αντέχω
Να μ αγαπάς να σ αγαπώ και να μη σ έχω
Είπα Θεέ μου εκεί στα γόνατα πεσμένος
για κείνη του έρωτα  στο στήθος έχω βέλος

***
23 Ιαν 2013
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Επιτρεπεται να πεσεις-επιβαλλεται να .....

 

 

 

Επιτρεπεται να πεσεις-επιβαλλεται να σηκωθεις

Έρχονται φορές που νιώθεις πως για λίγο έχεις χάσει κάποια κομμάτια απ την ψυχή σου...

Στιγμές μοναξιάς ,μελαγχολίας και πολλής σκέψης...

Αν είσαι άνθρωπος ισορροπημένος και σίγουρος για τον εαυτό σου ... σου " παίρνει" ελάχιστες ώρες για να συνειδοποιήσεις ότι τελικά κάποια πράγματα,γεγονότα,σκέψεις,λόγι​α είναι στο μυαλό μας ...

Βρίσκεις ξανά εκείνα τα χαμένα κομμάτια και "ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ" ...

Λύγισα ,το παραδέχομαι ... Πάλεψα όμως ... και στο τέλος ΝΙΚΗΣΑ...τον εαυτό μου και πάλι πίσω....!!!!!!

 Άφησα στον εαυτό μου το δικαίωμα να πέσει... " Του είπα όμως- ΚΑΘΗΚΟΝ ΣΟΥ είναι να ΞΑΝΑΣΗΚΩΘΕΙΣ" .. ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑ....!!!

Δεσμοί




Οι άνθρωποι δένονται με τα πράγματα όταν απογοητεύονται. 
Όταν εμπιστεύονται τη μοναξιά τους 
περισσότερο από τη συντροφιά των ανθρώπων!
Π.Τραυλού, "Κλειδωμένο συρτάρι"


Για να θα γενούνε τα σκοτάδια φως


Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι.
Μα κάποια μέρα, ήρθαν απ’ την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος.  Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό.  Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’τα κουνούπια και το μολυσμένο αέρα. 
 Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθίσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
- Δύο δρόμοι ανοίγονται για μας. 
Ο ένας, προς τα πίσω.  Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας.
Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα - δέντρα πέτρινα - στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους.  Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα. 
Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και - ίσως - το σώμα.  Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη.  
 Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους.  Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος.  Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουν τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντάνκο :
- Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο.  Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε.  Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό;  Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα.  Σίγουρα θα χει κάποιο τέλος.  Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος.  Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησε μας, με μια φωνή είπανε όλοι. Και ξεκίνησαν.
Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος - άπληστο σάπιο στόμα - καταβρόχθιζε Ανθρώπους.  Σα φίδια απλώθηκαν παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα.  Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πύκνωναν τα σκοτάδια.  Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω - κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει.
Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε.  Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες.  Μα ο Ντάνκο περπατούσε πάντα εμπρός.  Και τα κλαδιά των δέντρων τους κύκλωσαν.  Και κεραυνοί έσκιζαν τον αιθέρα.  Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν.  Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει για χίλιους».  
Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο.
- «Σας οδηγώ εγώ», μας είπες! 
- Σας οδήγησα. Μα εσείς;  Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα.  Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου. «Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψαν τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό - έτσι ζωηρά - φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν.  Και σαν κοπάδι λύκων  - που θήραμα μυρίστηκε - μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος.  Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός.  Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο.  Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του.  Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
- «Αν δεν καώ εγώ - αν δεν καείς εσύ - πως θα γενούν τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’τη Βροντή πιο δυνατά.  Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.  Αναλαμπάδιασε η Καρδιά  - σαν ήλιος - και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
- Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του - που φώτιζε τη Μοίρα των Ανθρώπων.  Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούισε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων.  Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια.  Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα το Φως του Φάρου ακολουθώντας  - την Καρδιά του.  Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε.  Και τέλειωσε το Δάσος.  Και έμεινε πίσω τους, βουβό.  Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’ τη βροχή.  Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε.  Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο  - σαν αίμα- το ποτάμι.  Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα Δώδεκα. 
Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει και λουλούδια τον αγκάλιασαν.  Και δεν τον πρόσεξε κανείς πού έπεσε κάτω.  Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε.  Και ένας, την πρόσεξε.  Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε για πάντα».
Μαξίμ Γκόργκι "Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο και άλλα διηγήματα"
www.antikleidi.com